λιμεναρχείο

λιμεναρχείο
liman müdürlüğü

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιμεναρχείο — το 1. το κατάστημα όπου είναι εγκατεστημένη η λιμενική αρχή 2. η αρχή που διοικεί τον λιμένα, η λιμενική αρχή· [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμενάρχης. Η λ. μαρτυρείται στον λόγιο τ. λιμεναρχεῖον από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • λιμεναρχείο — το το δημόσιο κτίριο όπου βρίσκεται η έδρα της διοίκησης του λιμανιού και η δημόσια υπηρεσία που διοικεί το λιμάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχείο — Στην αρχαιότητα ο όρος σήμαινε το μέρος όπου έδρευαν ή συνεδρίαζαν οι αρχές ή ακόμα και τις ίδιες τις αρχές (Αριστοτέλης). Αργότερα πήρε τη σημασία που έχει σήμερα, δηλαδή συλλογές δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων καθώς και το μέρος όπου φυλάσσονται …   Dictionary of Greek

  • Αμνισός — Ένα από τα επίνεια της μινωικής Κνωσού, 7,5 χλμ. Α του Ηρακλείου, στη σημερινή θέση Καρτερός. Α. ονομαζόταν και ο σημερινός ξεροπόταμος Καρτερός. To όνομα όπως και oρόλος του χώρου, ήταν γνωστά από τους αρχαίους συγγραφείς (Όμηρος, Στράβων κλπ.) …   Dictionary of Greek

  • υγειονομείο — το υγειονομική υπηρεσία σε λιμεναρχείο που έχει ως αποστολή να παρεμποδίσει τη μετάδοση από τη θάλασσα των λοιμωδών νόσων στη χώρα (χολέρας, πανούκλας, τύφου κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”